πικο-

πικο-
Ν
μετρολ.
πρόθεμα τού Διεθνούς Συστήματος μονάδων που υποδηλώνει πολλαπλασιασμό επί 10-12 τής μονάδας μπροστά από την οποία τοποθετείται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διεθνές pico- (< ιταλ. piccolo «μικρό»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Πίκο ντέλα Μιράντολα, Τζοβάννι — (Pico della Mirandola, Μιράντολα, Μόντενα 1463 – Φλωρεντία 1494). Ιταλός φιλόσοφος. Σπούδασε κανονικό δίκαιο στην Μπολόνια και φιλολογία στη Φεράρα, όπου γνώρισε το Σαβοναρόλα και τον Μπατίστα Γκουαρίνο, και φιλοσοφία στην Πάντοβα. Στη Φλωρεντία …   Dictionary of Greek

  • Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από …   Dictionary of Greek

  • Αζόρες — (Azores). Νησιωτικό σύμπλεγμα (2.305 τ. χλμ., 242.000 κάτ. το 2001) του βόρειου Ατλαντικού. Ανήκει πολιτικά στην Πορτογαλία και αποτελεί τμήμα του μητροπολιτικού εδάφους της. Βρίσκεται μεταξύ 36° 55’ και 39° 43’ βόρειου πλάτους και 25° 1’ και 31° …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Θωμάς και Πρίγκιπας — Νησιωτικό κράτος της δυτικής Αφρικής, στον Κόλπο της Γουινέας.Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Αγίου Θωμά και Πρίγκιπα Έκταση: 1.001 τ. χλμ. Πληθισμός: 165.034 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Άγιος Θωμάς (50.000 κάτ.)Νησιωτικό κράτος της δυτικής Αφρικής …   Dictionary of Greek

  • Κανάριοι νήσοι — (Islas Canarias). Νησιωτικό σύμπλεγμα (7.447 τ. χλμ. 1.694.477 κάτ. το 2001) της Ισπανίας στον Ατλαντικό ωκεανό, σε μικρή απόσταση από τις βορειοδυτικές ακτές της Αφρικής. Το σύμπλεγμα απαρτίζεται από επτά κύρια νησιά και αρκετά μικρότερα και… …   Dictionary of Greek

  • καββάλα — (εβρ. kabbalah). Εβραϊκή μυστικιστική διδασκαλία, η οποία κατά τον 12o αι. άρχισε να αποκτά δική της οντότητα μέσα στο σύνολο των εβραϊκών μυστικιστικών διδασκαλιών. Σε αυτήν συναντώνται στοιχεία προηγούμενων ιουδαϊκών αντιλήψεων, αραβικής… …   Dictionary of Greek

  • μερίδα — I (Merida). Πόλη (703.324 κάτ. το 2001) του ΝΑ Μεξικού στη χερσόνησο Γιουκατάν, πρωτεύουσα της πολιτείας Γιουκατάν (39.340 τ. χλμ., 1.658.210 κάτ. το 2000). Η πόλη αποτελεί το κέντρο μιας από τις μεγαλύτερες περιοχές καλλιέργειας αγαύης στον… …   Dictionary of Greek

  • ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… …   Dictionary of Greek

  • πλατωνισμός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια πνευματική κατεύθυνση που προχωρεί πολύ πέρα από τα όρια μιας συγκεκριμένης φιλοσοφικής σχολής (αυτής που ίδρυσε ο Πλάτων) για να γίνει μια γενική τάση της σκέψης που, με διάφορες μορφές και τρόπους, ξαναγυρίζει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”